- ποτοκέλλω
- ποτοκέλλω, [dialect] Dor. for προσοκέλλω, Dius ap.Stob.4.21.17 (nisi leg. ποτοπτίλλουσιν).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτοκέλλω — Α (δωρ. τ.) προσοκέλλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὀκέλλω] … Dictionary of Greek